καλώ

καλώ
(ε), καλάω (αόρ. (ε)κάλεσα, παθ. αόρ. καλέστηκα и εκλήθην) μετ.
1) звать, называть, именовать; 2) звать, приглашать; вызывать; призывать;

καλώ σε βοήθεια — звать на помощь;

καλώ στο χορό — приглашать на танец;

καλώ τούς μάρτυρες — вызывать свидетелей;

καλώ τό λαό στον αγώνα — призывать народ к борьбе;

3) воен, призывать, объявлять призыв

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καλώ" в других словарях:

  • καλώ — καλώ, κάλεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • κάλῳ — κάλως reefing rope masc dat sg (epic ionic) κάλῳ̆ , κάλως reefing rope masc nom pl (attic epic ionic) κάλῳ̆ , κάλως reefing rope masc dat sg (attic epic ionic) κά̱λῳ , κᾶλον wood neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλω — κάλως reefing rope masc nom/voc/acc dual (epic ionic) κάλως reefing rope masc gen sg (epic doric ionic aeolic) κάλω̆ , κάλως reefing rope masc gen sg (attic epic ionic) κά̱λω , κᾶλον wood neut nom/voc/acc dual κά̱λω , κᾶλον wood neut gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώ — κάλεσα, καλέστηκα και κλήθηκα, καλεσμένος 1. φωνάζω κάποιον, τον προσκαλώ: Την κάλεσε στο γάμο του. 2. διατάζω κάποιον ως ανώτερη αρχή να πράξει κάτι: Ο υπουργός κάλεσε σε απολογία τους απεργούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλῶ — καλέω call fut ind act 1st sg (attic epic doric) καλέω call pres subj act 1st sg (attic epic doric) καλέω call pres ind act 1st sg (attic epic doric) καλός beautiful masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλῷ — καλός beautiful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώ — καλός beautiful masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλωι — κάλῳ , κάλως reefing rope masc dat sg (epic ionic) κάλῳ̆ , κάλως reefing rope masc nom pl (attic epic ionic) κάλῳ̆ , κάλως reefing rope masc dat sg (attic epic ionic) κά̱λῳ , κᾶλον wood neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλνώ — καλώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλώ μεταπλασμένος ενεστ. κατά τα χαλνώ < χαλώ, γελνώ < γελώ] …   Dictionary of Greek

  • αυτοκαλούμαι — καλώ εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου, αποδίδω μόνος μου μια ιδιότητα στον εαυτό μου χωρίς γενικότερη αναγνώριση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»